ξηροτροφικός

ξηροτροφικός
ξηρο-τροφικός, ή, όν, auf dem Trocknen lebend, trockne Nahrung liebend

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ξηροτροφικός — ξηροτροφικός, ή, όν (Α) (μόνο το ουδ. ως ουσ.) τo ξηροτροφικόν η εκτροφή ζώων τής ξηράς, σε αντιδιαστολή προς το υγροτροφικόν, δηλ. την εκτροφή θαλάσσιων ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρά + τροφικός (< τρόφος < τρέφω), πρβλ. υγρο τροφικός] …   Dictionary of Greek

  • ξηρός — και ξερός, ή, ό, θηλ. και ξηρά (ΑΜ ξηρός, ά, όν, Α θηλ. και ξηρή) 1. αυτός που δεν περιέχει υγρασία, ο χωρίς νερό, στεγνός, άνυδρος (α. «ξερό ποτάμι» β. «χείμαρρους ξηροὺς ὕδατος», Αρρ.) 2. αυτός που έχει αποβάλει την ικμάδα του, τη ζωηρότητά του …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”